τανυμήκης

τανυμήκης
-ύμηκες, Α
τεταμένος κατά μήκος, ψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανν- τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἰσο-μήκης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τανυμήκεες — τανυμήκης long stretched masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”